- ἐπῳδάς
- ἐπῳδά̱ς , ἐπῳδήsong sung tofem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OMANUS — Graece Ὀμανὸς, apud Strabonem l. 15. ubi in MSS. est Ὠμανὸς, idem cum Amano, apud eundem l. 11. inter Persarum Deos, Amandrato σύμβωμος fuit, h. e. eôdem altari gaudens, in cuius, ut et Deae Anaitidis, delubra Magi Πύραιθοι dicti quottidie… … Hofmann J. Lexicon universale
επωδή — η (AM ἐπωδή Α και ἐπαοιδή) μαγική ωδή, ξόρκι, μαγγανεία («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.) αρχ. 1. μαγεία για κάτι ή εναντίον κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν πατήρ», Αισχύλ.) 2. ευχάριστο τραγούδι 3. ἐπῳδὸς άσματος.… … Dictionary of Greek
κατανάγκη — κατανάγκη, ἡ (Α) 1. μέσο καταναγκασμού («ἐπῳδὰς καὶ καταδέσμους καὶ ἐρωτικὰς κατανάγκας», Συνέσ.) 2. το φυτό ορνιθόπους ο ήμερος το οποίο χρησιμοποιούσαν για παρασκευή μαγικών φίλτρων 3. το φυτό κήμος … Dictionary of Greek
περίαμμα — τὸ, ΝΜΑ [περιάπτω] περίαπτο, φυλαχτό («πολλὰς τῶν γυναικῶν ἔτι καὶ νῡν λαμβάνειν ἐπῳδὰς ἀπὸ τούτου τοῡ θεοῡ, καὶ περίαμμα ποιεῑν», Διόδ.) νεοελλ. φρ. «περίαμμα προβόλου» ναυτ. ο από συρματόσχοινο ή αλυσίδα τροπός, δηλαδή δακτύλιος, που περιβάλλει … Dictionary of Greek